- σκοτιδιάζω
- σκοτίδιασα, σκοτεινιάζω, νυχτώνω: Το χειμώνα σκοτιδιάζει νωρίς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκοτιδιάζω — και σκοτειδιάζω Ν [σκοτ(ε)ίδι] 1. βυθίζομαι στο σκοτάδι, σκοτεινιάζω («σκοτίδιασε η Μαυρομηλιά και... ο κάμπος», δημ. τραγούδι) 2. (ως τριτοπρόσ.) σκοτιδιάζει και σκοτειδιάζει επέρχεται η νύχτα, βραδιάζει («ο ήλιος εβασίλεψε σκοτείδιασε,… … Dictionary of Greek
σκοτίδιασμα — το, Ν [σκοτιδιάζω] σκοτείνιασμα … Dictionary of Greek
σκοτειδιάζω — Ν βλ. σκοτιδιάζω … Dictionary of Greek